Δευτέρα 31 Μαρτίου 2008

Το σπίτι με τα μπλε παραθυρόφυλλα




Το σπίτι με τα μπλε παραθυρόφυλλα

Ο κύριος Τάσος και η κυρία Ελένη γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε ένα νησί των Κυκλάδων. Εκεί γνωρίστηκαν, εκεί παντρεύτηκαν κι όταν αποφάσισαν να έρθουν στην Αθήνα ήξεραν ότι εκεί θα επιστρέψουν ξανά μια μέρα, στον κυκλαδίτικο ήλιο, στον ήχο του κύματος πάνω στην αμμουδιά, στα γλαροπούλια και τα ψαροκάικα, σε ένα ρυθμό ζωής που όλα τα γαληνεύει, τα διυλίζει από ένα φίλτρο μαγικό που ξεκινά από Θ, περιέχει Λ , Σ διπλό και Α λαμπερό και ακούγεται στα αυτιά σα μουσική, μπαίνει μέσα στην ψυχή και την εξαγνίζει. Όταν έφυγαν από κει κλείδωσαν το λευκό σπιτάκι τους με τα μπλε παράθυρα, η κυρά-Λένη πήρε μαζί της το βασιλικό κι έκανε το σταυρό της να γυρίσουν γρήγορα πίσω.
Η μεγάλη πόλη δε μοιάζει με το νησί, αν όμως είσαι εργατικός βρίσκεις ευκολότερα δουλειά και μπορείς έτσι να χτίσεις ένα πιο σίγουρο αύριο για τα παιδιά σου. Κι ο κυρ Τάσος κι η κυρά Ελένη είχαν ήδη το πρώτο τους παιδάκι στα σκαριά.
Το καινούριο τους σπίτι στο Νέο
Κόσμο διόλου δεν έμοιαζε με το σπίτι τους στο νησί, τουλάχιστον όμως δεν ήταν διαμέρισμα σε πολυκατοικία. Νοίκιασαν σε πολύ καλή τιμή ένα παλιό διώροφο σπίτι πάνω στη λεωφόρο . Κίνηση, κορναρίσματα, φασαρία, πώς να συνηθίσει η κυρά Λένη που χε μάθει στην ήρεμη ζωή του νησιού; « Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρουμε» ήθελε να πει εκείνο το βράδυ στον άντρα της όμως εκείνος την πρόλαβε. Είχε γυρίσει από μια δύσκολη μέρα στο μανάβικο –φωνές, βαβούρα, πολύ κουβάλημα και το αφεντικό , ένας άντρας λίγο μεγαλύτερός του του έβαζε διαρκώς τις φωνές. Του έλειπε το καΐκι του. Τα βράδια όταν έβγαινε για ψάρεμα ήταν εκείνος το αφεντικό, ήταν ο κύριος της βάρκας, της θάλασσας και του ουρανού, γνώριζε τα σημάδια της θάλασσας και τις κινήσεις των αστεριών. Εκείνα τα ήσυχα βράδια στα ανοιχτά, νόμιζε πως άκουγε το Θεό να τραγουδά μέσα από το μαλακό παφλασμό των κυμάτων στο σκαρί και το μόνο που του ζητούσε ήταν να στέκει σιωπηλός και να τον ακούει. «Γυναίκα είναι αλλιώς εδώ η ζωή . Οι άνθρωποι φωνάζουν, τρέχουν, βιάζονται. Η Θάλασσα είναι μακριά, ουρανό δε βλέπουμε κι αυτός ο δρόμος φέρνει τόση φασαρία… Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρουμε.» Η κυρά Λένη άπλωσε τα χέρια της και τον τράβηξε στην αγκαλιά της : « Όλα θα πάνε καλά αφέντη μου και μη φοβάσαι.»
Το άλλο πρωί ο κυρ Τάσος έφυγε για το μανάβικο. Η κυρά Λένη μόλις είχε ξεκινήσει να διαδίδει πως γνωρίζει τη μοδιστρική όμως ακόμη δεν είχε πολύ πελατεία. Μάνταρε το σακάκι του κύριου Στέφανου, γύρισε το στρίφωμα στη φούστα της Ρηνούλας, μαγείρεψε και μετά για πρώτη φορά κάθισε μπροστά στο παράθυρο και προσευχήθηκε. Ζήτησε από το Θεό να τους αγκαλιάσει- όχι, ούτε εκείνη ούτε ο άντρας της ήθελαν να τα βρουν όλα έτοιμα, χρειάζονταν όμως βοήθεια, ελπίδα κι αγάπη ∙ έναν οδηγό να τους δείχνει το δρόμο. Όλο το πρωί μιλούσε στο Θεό κι εκείνος την άκουγε. Του ζήτησε να δώσει δύναμη στον άντρα της να μην τα βάλει κάτω κι ακόμη του ζήτησε να τους δείξει τον τρόπο να μετριάσουν τη φασαρία και το άγχος, να φέρουν στο σπίτι τους κάτι από τη γαλήνη και την ηρεμία του νησιού.
Το βράδυ ο κυρ Τάσος γύρισε σπίτι χαρούμενος. « Γυναίκα», της είπε, « σήμερα νιώθω στα αλήθεια πως όλα θα πάνε καλά.»
Το πρωί όταν ξύπνησε η κυρά Λένη ο άντρας της δεν ήταν στο κρεβάτι. Περίεργο, ήταν εκείνη πάντα που ξυπνούσε νωρίτερα. Τα παραθυρόφυλλα ήταν ανοιχτά και το πρωινό φως έμπαινε στο δωμάτιο. Ένας θόρυβος ακουγόταν από το μπαλκόνι. Βγήκε έξω ανήσυχη κι είδε τον κυρ Τάσο να βάφει μπλε τα ξύλινα παντζούρια. « Ξέρω» της είπε, « δε θα μοιάζει με το σπίτι μας και πάλι, θα έχουμε όμως τα χρώματά του, τη γλάστρα με το βασιλικό- θα τα βγάλουμε πέρα». Εκείνη δάκρυσε από συγκίνηση, θα έβρισκαν τρόπους - Ο Θεός ήταν μαζί τους και τους έδειχνε το δρόμο.
« Θα φύγω τώρα να μην αργήσω στη δουλειά και συνεχίζω το βράδυ»
« Καλή δουλειά αφέντη μου- θα σου φτιάξω το πιο νόστιμο φαγητό να σε περιμένει»
Η κυρά- Λένη μόλις έφυγε ο άντρας της επιδιόρθωσε το παντελόνι του κύριου Γρηγόρη, στένεψε τη φούστα της Νικολίας και μαγείρεψε το αγαπημένο φαγητό του άντρα της. Κατόπιν βγήκε λίγο στο μπαλκόνι: «Αχ αυτός ο δρόμος, φέρνει τόση φασαρία..».Μπήκε στο δωμάτιο και ασυναίσθητα άνοιξε τη ντουλάπα. Στο πάνω- πάνω ράφι κείτονταν το νυφικό της σεντόνι. Για χρόνια κεντούσε πάνω του η μάνα της τα πιο περίτεχνα σχέδια για να είναι έτοιμο να στολίσει το νυφικό της κρεβάτι. Η μητέρα της έλεγε πως αυτή η λεπτή σχεδόν διάφανη μεταξωτή κλωστή που μέσα από τα επιδέξια χέρια της πήρε τόσες μορφές κι έφτιαξε έναν κόσμο ολάκερο πάνω σε ένα μόλις κομμάτι λευκό ύφασμα, είχε ταξιδέψει από μακριά, από ένα μέρος που οι γυναίκες ντύνονται στα μεταξωτά και κρύβουν το πρόσωπό τους. Έλεγε ακόμη πως ο πραματευτής που τις έφερε στο χωριό της είχε πει πως ήταν τόσο εκλεκτής ποιότητας αυτές οι κλωστές –σχεδόν μαγικές- που απορροφούσαν κάθε αρνητικό συναίσθημα από το χώρο , κάθε άγχος και κάθε φόβο. Μόνο την πρώτη νύχτα του γάμου τους το έστρωσε η Ελένη στην κρεβατοκάμαρα και τώρα να, εδώ, σε ένα μέρος τόσο ξένο και μακρυνό από τον τόπο τους θυμήθηκε πως στα αλήθεια, εκείνο το πρώτο τους βράδυ δεν είχε φοβηθεί τίποτε όταν ξάπλωσε με τον αγαπημένο της πάνω στα σεντόνια ∙ όλο το άγχος κι ο φόβος μπροστά στο άγνωστο της πρώτης επαφής χάθηκε με μιας κι έμειναν μοναχά οι δυο τους καταμεσής σε ένα πέλαγος αγάπης και τρυφερότητας.
Έβγαλε η Ελένη το κατωσέντονο και το έστρωσε στο κρεβάτι. Από δω και μπρος θα κοιμόνταν σ αυτό με τον άντρα της. Στο κάτω κάτω πρέπει να τα χαιρόμαστε τα πράγματα που αγαπάμε, τα πιο ξεχωριστά, γιατί έτσι αποκτά νοστιμιά η ζωή, έτσι τους δίνουμε την αξία που τους πρέπει κι όχι κρατώντας τα κρυμμένα σε μια ντουλάπα. Μετά πήρε το πανωσέντονο. Με λευκή κλωστή κεντημένα πουλιά και παγώνια με πολύχρωμα φτερά και δέντρα με καρπούς χρυσούς. Για μια στιγμή μοναχά έμεινε να αναρωτιέται ποια δύναμη απόκοσμη μπορεί να χωρέσει όλα τα χρώματα του κόσμου μοναχά σε ένα.
Από μια γωνιά άρχισε να ξηλώνει τη λευκή κλωστή κι αυτή όταν σταματούσε να ακουμπά το λευκό πανί γινόταν διάφανη. Όλη μέρα ξήλωνε με προσοχή και την τύλιγε ευλαβικά σε μικρά μασούρια για να μη μπλεχτεί. Χιλιάδες μέτρα διάφανης μεταξωτής κλωστής ελευθερώθηκαν μέχρι το βράδυ. Τα πουλιά σταμάτησαν να κελαηδούν ,τα φύλλα της ροδιάς σταμάτησαν να θροΐζουν. Μόνο μια εικόνα δεν μπόρεσε να αγγίξει. Έδειχνε δυο ανθρώπους αγκαλιασμένους να στέκουν μπροστά από ένα μικρό σπίτι. Πίσω φαινόταν κεντημένη κι αυτή με τόση τέχνη: η θάλασσα. Η διάφανη κλωστή στο μέρος της θάλασσας έμοιαζε λίγο, ανεπαίσθητα γαλάζια. Αυτή την εικόνα δεν μπορούσε να την αγγίξει. Ήταν εκείνη κι ο άντρας της μπροστά από το σπίτι τους στο νησί.
Ο κυρ- Τάσος γύρισε το βράδυ πολύ κουρασμένος, έφαγε και μόλις η γυναίκα του τον πήρε αγκαλιά αποκοιμήθηκε. Το άλλο πρωί ξύπνησε νωρίς και συνέχισε να βάφει τα παραθυρόφυλλα. Μετά τη φίλησε κι έφυγε για τη δουλειά.
Η κυρά- Λένη δεν είχε δουλειά σήμερα, ούτε να μαγειρέψει χρειαζόταν- είχε μείνει φαΐ από χθες. Χάρηκε που είχε μπροστά της όλη τη μέρα να ολοκληρώσει το έργο της. Έβγαλε την κλωστή από το συρτάρι και άρχισε να πλέκει. Η κλωστή τελείωσε νωρίς το απόγευμα κι εκείνη κρατούσε στα χέρια της ένα αραχνοΰφαντο πέπλο. Σηκώθηκε και το κρέμασε στην θέση της κουρτίνας έτσι ώστε να καλύπτει το παράθυρο. Με μιας το φως του σπιτιού άλλαξε, θύμισε κάτι από τον ήλιο του Αιγαίου..
Ο κυρ –Τάσος γύρισε νωρίς κι ήταν πολύ χαρούμενος - τα πράγματα με το αφεντικό του πήγαιναν ολοένα και καλύτερα. Είχε καταλάβει πως ήταν τίμιος και εργατικός και είχε αρχίσει να του δείχνει την ανάλογη εκτίμηση και το σεβασμό που του άρμοζε. Ο κυρ Τάσος δεν ήξερε αλλά λίγους μήνες αργότερα θα του προτεινόταν να γίνει συνέταιρος στο μανάβικο. Το μόνο που ήξερε εκείνο το απόγευμα που γύρισε νωρίς ήταν πως η εικόνα του σπιτιού με τα μπλε παραθυρόφυλλα του έδινε τόση χαρά! Κάθισε με τη γυναίκα του για φαγητό. Αντί για τη βαβούρα του δρόμου έφτανε στα αυτιά του ένας ήχος απαλός και μελωδικός σαν τον παφλασμό των κυμάτων πάνω στο σκαρί τις έναστρες νύχτες. Ένα απαλό άρωμα από βασιλικό έφτανε σε κύματα και εύφραινε τις αισθήσεις, φτάνοντας μέχρι την ψυχή του. Ασυναίσθητα κοίταξε προς το παράθυρο. Το παραθυρόφυλλο ήταν ανοιχτό. Μια πολύ λεπτή αραχνοΰφαντη κουρτίνα άφηνε το μάτι να πλανηθεί έξω και- μπορεί επειδή ήταν πολύ κουρασμένος, ή ίσως πολύ χαρούμενος- του φάνηκε πως αντί για τις απέναντι πολυκατοικίες έβλεπε το λόφο με το μικρό εκκλησάκι κι εκεί στο βάθος που φαινόταν ο δρόμος, του φάνηκε πως είδε τη λεπτή γαλάζια γραμμή που ζωγραφίζει η θάλασσα στον ορίζοντα…

Η κυρά- Λένη που δούλευε όλα αυτά τα χρόνια μοδίστρα νιώθει πως έχει έρθει η ώρα να γυρίσει στον τόπο της. Τα μάτια της κουράστηκαν και δεν αντέχει πια πολλές ώρες στη μηχανή. Ο κυρ – Τάσος που είναι αφεντικό στο μανάβικο της γειτονιάς ψάχνει να βρει αντικαταστάτη του – έχει έρθει η ώρα να γυρίσει στον τόπο του. Τα μιλήσανε οι δυο τους και τα ‘χουνε συμφωνήσει. Εξάλλου το έργο τους επιτεύχθηκε. Τα παιδιά τους έχουν βρει το δρόμο τους πια. Ο Δημήτρης σπούδασε οικονομικά και τώρα εργάζεται ως διευθύνον στέλεχος σε μια μεγάλη εταιρία. Έχει να καμαρώνει η Ελένη για το γιο της στις γειτόνισσες. Η Αγγελική τελείωσε τη φιλολογία και κάνει μαθήματα σε πιτσιρίκια. Έχει αρραβωνιαστεί με ένα καλό παιδί κι ετοιμάζουν το γάμο τους σε λίγους μήνες. Μετά το γάμο της ο Τάσος κι η Ελένη θα φύγουν, μένει μοναχά να το πουν στα παιδιά.
Αυτό που ο κυρ Τάσος και η γυναίκα του δε γνωρίζουν γιατί ο Δημήτρης διστάζει να τους το πει και στην Αγγελική ακόμη δεν έχει κατασταλάξει είναι πως μια μέρα ονειρεύονται κι αυτοί, όταν θα μεγαλώσουν και θα τακτοποιήσουν τα παιδιά τους, να πάρουν τους συντρόφους τους και να φύγουν για ένα μέρος που η ζωή θα είναι πιο ήρεμη, τα βράδια γαλήνια, και που ένα μαγικό φίλτρο που περιέχει Θ, Λ και Σ διπλό, διαποτίζει ολόκληρη την ύπαρξη και μετατρέπει όλους τους θορύβους σε μουσική.
Βλέπεις, αυτό το μαγικό που κρύβει μέσα της αυτή η πόλη χωρίς να το ξέρει είναι πως με έναν περίεργο υποχθόνιο μηχανισμό – που ίσως και να μπορεί να αποδοθεί σε απλούς κανόνες κληρονομικότητας- είναι πως τα όνειρα των παιδιών της κατασταλάζουν συνειδητά ή ασυνείδητα στα δικά τους παιδιά και μετά στα παιδιά των παιδιών της. Έτσι ίσως τελικά δεν είναι να απορείς αν μια μέρα κάποιος φίλος ή γνωστός ή ακόμη κι εσύ ο ίδιος που χρόνια υπερηφανεύεσαι πως είσαι γέννημα θρέμμα της πολύβουης πολιτείας λαχταρίσεις να απλώσεις τη ψυχή σου σε μια χρυσαφένια αμμουδιά. Τότε θα τα παρατήσεις όλα και θα τρέξεις πίσω να αναζητήσεις εκείνο το μέρος, που ακόμη κι αν δεν έχεις γνωρίσει, το βλέπεις τα βράδια στα όνειρά σου.




2 σχόλια:

Cornholio CyrX είπε...

Όμορφη ιστορία! Άντε, καλή αρχή και ανυπομονώ για τη συνέχεια!

Panagiotis Giannakis είπε...

Πράγματι ωραία ιστορία.